- διαγωγῆς
- διαγωγεύςconductormasc nom plδιαγωγεύςconductormasc nom/voc plδιαγωγήcarrying acrossfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въведениѥ — ВЪВЕДЕНИ|Ѥ (43), ˫А с. 1.Введение внутрь чего л.: Никъто же въноутрь... цр҃кве скотѩте какого оубо да не въведеть. развѣ не а||ще къто поутьмь шьствоу˫а... хлѣвиныи обитѣли не имыи въ таковѣи обитаѥть цр҃кви. не въведени˫а бо ради въноутрь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
въвожениѥ — ВЪВОЖЕНИ|Ѥ (15), ˫А с. 1.Введение во что л.: добро ѥсть и нб҃сьноѥ исправлениѥ. жизни вѣчны˫а ввожениѥ. ˫ако и супротивна˫а. ослушани˫а вводѩща в бѣду. (ἐφόδιον!) ФСт XIV, 51а; въ зла˫а ввожень˫а. в невзратное потеченье. в неутѣшную муку. въ оузы … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διαγωγή — η (AM διαγωγή) [διάγω] 1. ο τρόπος με τον οποίο περνά κανείς τη ζωή του 2. η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3. φρ. α) «κακής διαγωγής άνθρωπος» άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές β) (για γυναίκα) «κακής διαγωγής» πόρνη μσν. νεοελλ. τόπος διαμονής αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
συμπεριφοράς, ψυχολογική θεωρία της- — (γνωστή και με το διεθνή όρο «μπεχαβιορισμός» από το αγγλικό behavior = συμπεριφορά). Είναι η θεωρητική κίνηση που εγκαινίασε στην Αμερική ο Γουάτσον το 1913, και που προβάλλει ως μοναδικό και επαρκές αντικείμενο μελέτης της ψυχολογίας τη… … Dictionary of Greek
Synesĭos — Synesĭos, 1) S., geb. um 375 in Kyrene, studirte in Alexandria, wo er Schüler der Hypatia war, Philosophie, Prosa u. Rhetorik u. wirkte nach der Rückkehr in seine Vaterstadt als Rhetor; 397 (398) ging er an der Spitze einer Gesandtschaft der… … Pierer's Universal-Lexikon
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
αειλογία — ἀειλογία, η (Α) [*ἀειλόγος] 1. ακατάπαυστη ομιλία, πολυλογία 2. (ως αττ. δικαν. όρος) πρόταση στο δικαστήριο να παρακολουθείται συνεχώς η διαγωγή κάποιου, να τεθεί «υπό παρακολούθησιν» («τὸ ἀεὶ λόγον καὶ εὐθύνας ὑπέχειν»), συνεχής παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του … Dictionary of Greek
απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… … Dictionary of Greek
γυναικάριον — γυναικάριον, το (AM) γυναικούλα, γυναίκα κακής διαγωγής … Dictionary of Greek